πεισματώδης, -ης, -ες

πεισματώδης, -ης, -ες
γεν. -ους, αιτ. -η, πληθ. ουδ. -η, αυτός που γίνεται με πείσμα, πεισματικός: Πεισματώδης αγώνας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πεισματώδης — ες 1. αυτός που γίνεται με πείσμα, με επιμονή 2. συνεκδ. σφοδρός, σκληρός («πεισματώδης μάχη»). επίρρ... πεισματωδώς με πείσμα, με επιμονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πείσμα, ατος (Ι) + ώδης*. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Ν. Δραγούμη] …   Dictionary of Greek

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • γιγαντομαχία — η (AM γιγαντομαχία) η μάχη των Γιγάντων με τους θεούς ||νεοελλ. πεισματώδης μάχη μεταξύ δύο ισχυρών παρατάξεων ή αντίπαλων ομάδων …   Dictionary of Greek

  • θυμομαχία — θυμομαχία, ἡ (Α) πεισματώδης μάχη, ορμητική μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + μαχία (< μάχος, < μάχη), πρβλ. ναυ μαχία, οδο μαχία] …   Dictionary of Greek

  • ισχυρόμαχος — ἰσχυρόμαχος, ον (Μ) (για μάχη) αυτή που διεξάγεται με πείσμα, πεισματώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + μαχος (< μάχομαι), πρβλ. αξιό μαχος, πολύ μαχος] …   Dictionary of Greek

  • κρατερός — I (; – 321 π.Χ.). Μακεδόνας στρατηγός. Αφού διέπρεψε ως διοικητής μονάδων στις μάχες του Γρανικού (334 π.Χ.) και της Ισσού (333), στην πολιορκία της Τύρου (332), στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) και στην εισβολή στην Υρκανία (330), έγινε ο πιο… …   Dictionary of Greek

  • λαμπρός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. * * * ή, ό, θηλ. και ά (AM λαμπρός, ά, όν, θηλ. και ή) 1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν …   Dictionary of Greek

  • παράταξη — η / παράταξις, άξεως, ΝΜΑ [παρατάσσω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού παρατάσσω ή παρατάσσομαι, η τοποθέτηση τού ενός κοντά στον άλλο προκειμένου για περισσότερα από ένα άτομα, η τοποθέτηση στη σειρά, το αράδιασμα πραγμάτων νεοελλ. 1. η τάξη, η… …   Dictionary of Greek

  • πείσμων — ον 1. αυτός που έχει πείσμα, ισχυρογνώμων, πεισματάρης, δύστροπος 2. αυτός που γίνεται με πείσμα, πεισματώδης, πεισματάρικος («προέβαλε πείσμονα αντίσταση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < *πείθ μων (< θ. πειθ τού πείθω) + επίθημα μων (πρβλ. λήσμων). Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • πύρινος — (I) η, ο / πύρινος, η, ον, ΝΜΑ [πῡρ] αυτός που αποτελείται από φωτιά, αυτός που καίει, ο διάπυρος («πύρινα ἄστρα», Αριστοτ.) νεοελλ. μτφ. ένθερμος, διακαής («πύρινος έρωτας») αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πύρινον το φυτό πύρεθρο 2. φρ. α) «πύρινον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”